Paul L.Watchtel: Βιβλίο «ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ»
11 Σεπτεμβρίου, 2023 2023-10-05 13:00Paul L.Watchtel: Βιβλίο «ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ»
Ο Paul L. Wachtel, γνωστός Αμερικανός ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας, στο βιβλίο του «Θεραπευτική Επικοινωνία» επικεντρώνεται κυρίως στα λεκτικά στοιχεία της ψυχοθεραπείας αλλά και στην εν γένει στάση του θεραπευτή που βοηθάνε στην προαγωγή των θεραπευτικών αλλαγών εκ μέρους του εκάστοτε ασθενούς. Για να έχουν την απαιτούμενη επίδραση οι ομιλιτικές τεχνικές που μας περιγράφει θα πρέπει να έχει πρωτίστως δημιουργηθεί μια στέρεη και δυνατή θεραπευτική σχέση, ή συμμαχία, μεταξύ των εμπλεκομένων στη θεραπευτική διαδικασία.
Με τη θεωρία των «Κυκλικών Ψυχοδυναμικών», ο Wachtel αναπτύσσει την άποψη οτι τα ψυχικά προβλήματα προκύπτουν από μια κυκλική διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ του εσώτερου ψυχισμού και της έκδηλης συμπεριφοράς που πηγάζει από αυτόν. Αυτά τα προβλήματα έχουν τη βάση τους στις πρώϊμες σχέσεις της βρεφικής και παιδικής ηλικίας και συνεχίζονται καθ΄όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής. Για να ανακοπεί ο φαύλος αυτός κύκλος που προκαλεί αισθήματα δυσφορίας και δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις ο ασθενής θα πρέπει να δράσει αποφασιστικά με στόχο την αλλαγή των διαστρεβλωμένων του πεποιθήσεων και της απορρέουσας από αυτές συμπεριφοράς.
Ο θεραπευτής καλείται να παίξει τον ρόλο του ανθρώπου που θα υποδείξει τις εσφαλμένες αυτές πεποιθήσεις που οδηγούν τον ασθενή να σχετίζεται με τρόπο που δεν τον οφελεί. Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να αναπτύξει μαζί του μια σταθερή σχέση θεραπευτικής συμμαχίας που θα του επιτρέψει να αγγίξει ευαίσθητα θέματα χωρίς να προκαλέσει την έντονα αμυντική ψυχική αντίδραση του ασθενούς, η οποία πιθανώς να μπλοκάρει την πορεία της θεραπευτικής αλλαγής.
Όπως μας λέει ο Wachtel, η θεραπευτική σχέση αποτελεί το ζωτικής σημασίας πλαίσιο που τροφοδοτεί την αλλαγή και χωρίς αυτήν οι παρατηρήσεις του θεραπευτή, όσο εύστοχες κι αν είναι, δεν θα έχουν την απαιτούμενη επίδραση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ασθενής θα κατανοήσει το λογικό τους περιεχόμενο χωρίς να κάνει την απαραίτητη σύνδεση με το αντίστοιχο συναίσθημα, η οποία και θα συνέβαλλε ουσιαστικά στην αλλαγή των δυσλειτουργικών τρόπων συσχέτισής του.
Για να δημιουργηθεί η θεραπευτική σχέση που θα επιτρέψει στον θεραπευτή να επηρεάσει θετικά τον ψυχισμό του ασθενούς θα πρέπει να δωθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που αυτός διατυπώνει τα σχόλια και τις ερμηνείες του.
Για να γίνουν αυτά κατανοητά και να περάσουν τα ζητούμενα μηνύματα θα πρέπει να αποφεύγονται οι ωμές διατυπώσεις που μπορεί να εκληφθούν ως κατηγορίες. Αντιθέτως, θα πρέπει να ενσωματώνουν την ενσυναίσθηση ως προς τις αιτίες που προκάλεσαν τα δυσλειτουργικά μοτίβα αλληλεπίδρασης, έτσι ώστε να κινητοποιήσουν τον ασθενή να τα αλλάξει.
Μια αποτελεσματική τεχνική για να βοηθηθεί ο ασθενής να αντιμετωπίσει τις δυσλειτουργικές πτυχές της συμπεριφοράς του χωρίς να καταληφθεί από έντονο άγχος είναι να του επισημαίνει ο θεραπευτής (παράλληλα με τα δυσλειτουργικά) και τα λειτουργικά στοιχεία που διακρίνουν την προσωπικότητά του. Στην περίπτωση που, για παράδειγμα, είναι υπερβολικά συνεσταλμένος, αλλά παράλληλα και στοργικός, καλό θα ήταν να του επισημανθούν και οι δύο αυτές πλευρές του. Αυτό θα τον βοηθήσει να δεχτεί πιο εύκολα την δυσλειτουργική πλευρά της συμπεριφοράς του και να κατανοήσει τα άιτιά της, χωρίς να αισθανθεί σχεσιακά ανίκανος.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της “αθέατης” επικοινωνίας μεταξύ του ζεύγους της θεραπείας είναι τα λεγόμενα μετα-μηνύματα. Με τον όρο αυτό ονομάζονται οι υποσυνείδητες προεκτάσεις που μπορεί να έχει ενα λεκτικό μήνυμα του θεραπευτή. Για παράδειγμα μια δήλωση κατανόησης όπως το «…μπορώ να φανταστώ πώς σε κάνει αυτό να αισθάνεσαι…» μπορεί να υποδηλώνει οτι ο ίδιος ο θεραπευτής έχει ζήσει παρόμοιες εμπειρίες και αυτό τον βοηθάει να συντονιστεί με τα συναισθήματα του ασθενούς. Αυτή η υποδήλωση μπορεί να είναι ανακουφιστική για τον τελευταίο, ακόμα κι αν λειτουργεί σε ενα υποσυνείδητο επίπεδο μακριά από την συνειδητή του επίγνωση.
Επιπλέον, ο θεραπευτής θα πρέπει να επαγρυπνεί στο κατά πόσο τα μηνύματά του εκλαμβάνονται με τον ζητούμενο τρόπο για την προαγωγή της θεραπείας. Όπως μας λέει ο Wachtel, για να το καταφέρει θα πρέπει να επιτύχει σε ενα βαθμό να συντονιστεί συναισθηματικά με τον άνθρωπο που έχει απέναντί του. Η ουσιώδης θεραπευτική σχέση δεν βασίζεται μόνο στην επιφανειακή (ή λογική) κατανόηση των λεγομένων του θεραπευτή αλλά πολύ περισσότερο στη δυνατότητά τους να επηρεάζουν συναισθηματικά τον ακροατή τους, ή αλλιώς να τον συγκινούν.
Η θεραπευτική σχέση, παρ’όλη τη βαρύτητά της, δεν αρκεί από μόνη της για να επιφέρει τις απαιτούμενες αλλαγές στις διαπροσωπικές σχέσεις του ασθενούς και εκτός του θεραπευτικού χώρου. Για αυτό τον λόγο ο θεραπευτής καλείται με προσοχή να κινητοποιήσει τον ασθενή ώστε να εφαρμόσει τις νεοαποκτηθείσες σχεσιακές ικανότητες και στην προσωπική του ζωή. Αυτό μπορεί να το επιτύχει υποδεικνύοντάς του ακριβώς αυτές τις ικανότητες που πιθανώς να μη συνειδητοποιεί οτι έχει αποκτήσει, ή να νιώθει ανασφάλεια σε σχέση με την εφαρμογή τους εκτός του θεραπευτικού χώρου.
Είναι αναμενόμενο άλλωστε οι θεραπευτικές αλλαγές να προκαλούν αρχικά την έκλυση άγχους λόγω του οτι φέρνουν στην επιφάνεια μια καινούργια κι ανεξερεύνητη διάσταση του ψυχισμού του ασθενούς. Ο θεραπευτής θα πρέπει να δείχνει την απαιτούμενη ενσυναίσθηση και να καθιστά σαφές ότι μια τέτοια αντίδραση άγχους είναι απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη, και να ενθαρύννει τον ασθενή να μην πτοείται από αυτή.
Επίσης, είναι σημαντικό να γίνουν κατανοητά τα σχεσιακά δυναμικά του ασθενούς με τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του. Μέσω των κατάλληλων ερωτήσεων μπορούν να διερευνηθούν οι επιδράσεις που δέχεται από τους σημαντικούς άλλους, όπως και οι ευκαιρίες που υπάρχουν για βελτίωση των υπαρχουσών σχέσεων. Το όφελος από τη θεραπευτική σχέση δεν θα είναι το αναμενόμενο σε περίπτωση που το περιβάλλον του ασθενούς δεν είναι δεκτικό στις αλλαγές στη συμπεριφορά του. Για αυτό η θεραπευτική σχέση θα πρέπει να λειτουργεί, στο βαθμό που είναι εφικτό, συνεργατικά με τις σχέσεις εκτός θεραπείας και να τις τροφοδοτεί με νέες λειτουργικότερες μορφές αλληλεπίδρασης.
Επιπλέον, οι παρατηρήσεις του θεραπευτή μπορούν να έχουν και ενα στοιχείο καθοδήγησης, όπως μας λέει ο Wachtel, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η θεραπεία αλλά και με τη συναισθηματική ωριμότητα του ασθενούς. Στα αρχικά στάδια της θεραπείας πιθανώς να έχει την ανάγκη για μια προσεκτικά διατυπωμένη καθοδήγηση ώστε να ξεπεράσει τα αδιέξοδα που τον έχουν οδηγήσει στο τέλμα. Όταν τα ξεπεράσει, και αφού δημιουργηθεί μια σταθερή θεραπευτική συμμαχία, η κατευθυντικότητα των σχολίων του θεραπευτή μπορεί να μειωθεί. Έτσι θα αποφευχθεί ο κίνδυνος της δημιουργίας μιας σχέσης εξάρτησης που μελλοντικά μπορεί να δυσκολέψει τον ασθενή στην λήψη πρωτοβουλιών.
Τέλος, η αυτοαποκάλυψη του θεραπευτή μπορεί να έχει κι αυτή οφέλη στην ενδυνάμωση της θεραπευτικής σχέσης, μόνο όμως όταν γίνεται την κατάλληλη χρονική στιγμή και στον κατάλληλο βαθμό για την προαγωγή της θεραπείας. Σε μερικές περιπτώσεις οι ασθενείς έχουν την ανάγκη να εξιδανικεύσουν τους θεραπευτές τους ώστε να αισθανθούν πιο ασφαλείς και να τονωθεί η εμπιστοσύνη που τους έχουν. Άλλες πάλι φορές έχουν την ανάγκη να έρθουν σε επαφή με την πιο ανθρώπινη (και επομένως ατελή) πλευρά του θεραπευτή τους, η οποία εκδηλώνεται συνήθως μέσω ερωτήσεων με σκοπό τις αποκαλύψεις σε σχέση με την προσωπική του ζωή. Και στις δύο περιπτώσεις ο κατάλληλος χειρισμός εκ μέρους του θεραπευτή μπορεί να ανανεώσει τη θεραπευτική συμμαχία και να της δώσει νέα ώθηση.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε οτι ο Wachtel με το βιβλίο του πάνω στη “Θεραπευτική Επικοινωνία” μας βοηθάει να κατανοήσουμε το πώς τα λεγόμενα του θεραπευτή επιδρούν στον ψυχισμό του ασθενή και παράλληλα αλληλεπιδρούν με τα σχεσιακά δυναμικά που έχουν ήδη αναπτυχθεί στα πλαίσια της θεραπείας. Οι κατάλληλες λεκτικές επιλογές και ο αντίστοιχος τρόπος έκφρασής τους από τον θεραπευτή, σε συνδυασμό με μια δυνατή και σταθερή θεραπευτική συμμαχία, μπορούν να λειτουργήσουν συνεργατικά και να παρακινήσουν τον ασθενή με στόχο την επίτευξη της θεραπευτικής αλλαγής.
Αναστάσιος Λομβαρδέας, Ψυχολόγος.
Βιβλιογραφική Αναφορά:
Wachtel, P. L. (2004). Θεραπευτική επικοινωνία: Πώς να διατυπώνει ο ψυχοθεραπευτής τα σχόλιά του ανάλογα με τις κλινικές περιστάσεις (Α. Παραβάντσος, Μετάφραση). Αθήνα, Ελλάδα: Εκδόσεις Σαββάλας.