Αρθρογραφία

Η πρώτη θεραπευτική συνάντηση και το θεραπευτικό συμβόλαιο

Αρθρογραφία

Η πρώτη θεραπευτική συνάντηση και το θεραπευτικό συμβόλαιο

Η πρώτη θεραπευτική συνάντηση είναι αποφασιστικής σημασίας για το αν ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος θα συνεχίσουν συνεργατικά, με στόχο την εγκαθίδρυση μιας μακροχρόνιας θεραπευτικής σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας θα εξελιχθούν εξίσου και οι δύο πλευρές.  Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, ο θεραπευτής μπορεί να αντλήσει ένα πλήθος πληροφοριών για τον θεραπευόμενό του, οι οποίες γίνονται αισθητές άλλοτε με πιο εμφανή και άλλοτε με ανεπαίσθητο τρόπο, αξιοποιώντας την μεταβιβαστική λειτουργία και τη διυποκειμενικότητα της θεραπευτικής σχέσης (Finlay, 2016).

Ως θεραπευτική σχέση νοείται εκείνη, στο πλαίσιο της οποίας θεραπευτής και θεραπευόμενος αλληλεπιδρούν επηρεάζοντας αμοιβαία ο ένας τον άλλον, μέσω των διαδικασιών της μεταβίβασης και της αντι-μεταβίβασης (Clarkson, όπως αναφέρεται από τη Finlay, 2016).

Συγκεκριμένα, στη σχεσιακή θεραπεία, η έμφαση δίνεται στην ίδια τη σχέση, όπου ο θεραπευτής διερευνά τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα, που του προκαλεί η επαφή του με τον συγκεκριμένο πελάτη. Σύμφωνα με τη Finlay (2016), το ενδιαφέρον εστιάζεται στην εδώ και τώρα εμπειρία και στο κατά πόσον το τρέχον μοντέλο αλληλεπίδρασης του ασθενούς, προσομοιάζει στον τρόπο που εκείνος σχετίζεται και εκτός του θεραπευτικού δωματίου, οπότε ο θεραπευτικός χώρος μετατρέπεται σε έναν μικρόκοσμο, που αναπαριστά με μεγάλη ακρίβεια τους συνήθεις τρόπους σχετίζεσθαι του θεραπευομένου.

Κατά τους Gillbert και Orlans (όπως αναφέρεται από τη Finlay, 2016), μείζον στόχος στις πρώτες θεραπευτικές συναντήσεις είναι και ο προσδιορισμός της ψυχικής δυσπραγίας του θεραπευομένου, ο οποίος παίρνει τη μορφή «ιστορίας», που συνδιαμορφώνεται με τη βοήθεια του θεραπευτή και περιλαμβάνει ένα πλήρες ιστορικό των έως τώρα διαμορφωμένων σχέσεων του (σχέσεις με σημαντικούς άλλους, τύπος προσκόλλησης, πρωταρχικές εμπειρίες κοινωνικοποίησης), καθώς και την τρέχουσα κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Η δράση που θα αναλάβει ο θεραπευτής, εξαρτάται από τον θεωρητικό προσανατολισμό του.

Όσον αφορά τη χρήση διαγνωστικών εργαλείων ταξινόμησης, όπως το DSM-5, οι θεραπευτές που υιοθετούν ανθρωπιστικές προσεγγίσεις, τηρούν μια στάση αγνωστικιστή, αναγνωρίζοντας και εκτιμώντας την πολυπλοκότητά της ανθρώπινης φύσης, η δυναμική της οποίας διαφαίνεται στη δυνατότητά της για συνεχή αλλαγή. Η προσκόλληση, επομένως, σε διαγνωστικά κριτήρια, απειλεί την αυθόρμητη, δημιουργική και αβέβαιη φύση του θεραπευτικού τολμήματος (Yalom, όπως αναφέρεται από τη Finlay, 2016). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία της κατανόησης της ψυχικής κατάστασης από ψυχιατρική σκοπιά, η οποία θα βοηθήσει στην πλαισίωση της ιστορίας του ασθενούς και θα προσφέρει στον θεραπευτή έναν «χάρτη» πιθανών ερμηνευτικών και θεραπευτικών προοπτικών (Roubal et al., όπως αναφέρεται από τη Finlay, 2016).  Με αυτόν τον τρόπο, η διάγνωση αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο, που βοηθά τον θεραπευτή στην οργάνωση της εμπειρίας του με το συγκεκριμένο άτομο και ως εκ τούτου, του επιτρέπει να είναι παρόν στην θεραπευτική συνάντηση μαζί του (Gecele & Francesetti, όπως αναφέρεται από τη Finlay, 2016).

Στη σχεσιακή ψυχαναλυτική προσέγγιση, η διάγνωση εστιάζεται στον τύπο προσκόλλησης του ασθενούς (ασφαλής, αποφευκτικός, αμφιθυμικός, αποδιοργανωμένος), ο οποίος αναπαράγεται στην τρέχουσα θεραπευτική σχέση. Ο θεραπευτής μπαίνει στη θέση του σημαντικού άλλου, στον οποίο ο θεραπευόμενος προβάλλει τα μαθημένα μοντέλα προσκόλλησης. Με τον τρόπο αυτό αναβιώνονται οι ρόλοι παιδιού-γονέα και παρέχοντα ευκαιρίες για διορθωτικές συναισθηματικές εμπειρίες. Η τοποθέτηση του θεραπευομένου σε έναν από τους προαναφερθέντες τύπους προσκόλλησης προσδιορίζει και τις ανάγκες του, που χρειάζεται να καλυφθούν στη θεραπευτική αυτή σχέση (Finlay, 2016).

Κατά τον θεραπευτικό σχεδιασμό τα κίνητρα και οι ανάγκες του ασθενούς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Χρήσιμες ερωτήσεις που θα μπορούσαν να απευθυνθούν στον θεραπευόμενο είναι οι εξής: «Τι σε έφερε σήμερα εδώ;» «Ποιο θα ήθελες να είναι το αποτέλεσμα της συνεργασία μας;». Έχουν προσδιοριστεί έξι διαφορετικές κατηγορίες στόχων-λόγων παρέμβασης, που θα μπορούσε να παρουσιάσει ο ασθενής. Πρόκειται για τους εξής (Finlay, 2016):

  1. Υποστήριξη (π.χ. στο παρατεταμένο πένθος)
  2. Ψυχοεκπαίδευση (π.χ. αναζήτηση τρόπων να διαχειριστεί τον θυμό ή τις κρίσεις πανικού του)
  3. Παρέμβαση στην κρίση (π.χ. υποστήριξη και πρακτικές συμβουλές για την αντιμετώπιση ενός τραυματικού γεγονότος)
  4. Λήψη αποφάσεων σε σχετικά με τη ζωή θέματα (π.χ. υποστήριξη ώστε να δώσει λύσεις σε διλήμματα ζωής)
  5. Ενδοσκόπηση και αυτοαποδοχή (π.χ. διερεύνηση της ταυτότητας εαυτού, των αναγκών, των σκέψεων και των συναισθημάτων του)
  6. Σχεσιακά δυναμικά και αναπτυξιακές ανάγκες (π.χ. τα άτομα νιώθουν ότι έχουν «κολλήσει» και θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μακρόχρονη ψυχοθεραπεία)

Στις πρώτες συνεδρίες συνάπτεται και το θεραπευτικό συμβόλαιο του θεραπευομένου, το οποίο μπορεί να ιδωθεί ως «ένα στέρεο σύμβολο της πρόθεσης του θεραπευτή να κρατήσει και να διατηρήσει τη θεραπευτική διαδικασία σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και επαγγελματισμού» (Finlay, 2016, σ.25). Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να υπάρξει κάποια συμφωνία σχετικά με τη φύση της εργασίας που θα ακολουθήσει, έστω κι αν δεν μπορούν ακόμα να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι στόχοι. Βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν αφορούν τα κίνητρα του ατόμου για την προσφυγή του σε ψυχοθεραπευτική βοήθεια τη δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και την προθυμία του να εμπλακεί σε τακτικές συνεδρίες. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθούν ορισμένες αποφάσεις σχετικά με τα όρια και τους περιορισμούς, σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η ασφάλεια και ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου, παρά να τεθούν κανόνες για να αποφευχθεί η  εαυλωτότητα του θεραπευτή, λόγω φόβου υπερβολικής εγγύτητας με τον θεραπευόμενο.  Θέματα σχετικά με τη συχνότητα των συναντήσεων, την εμπιστευτικότητα (confidentiality) και την ασφάλεια (safety) του ασθενούς, προσδιορίζονται με ένα γραπτό συμβόλαιο, στο οποίο λόγο έχουν και οι ίδιοι οι θεραπευόμενοι, γεγονός που τονίζει τη συνεργατική φύση της θεραπείας. Η πρώτη συνεδρία μπορεί να έχει και ενημερωτικό χαρακτήρα, καθώς είναι σημαντικό να απαντηθούν ερωτήματα του θεραπευομένου σχετικά με τη φύση της ψυχοθεραπείας, τη σημασία της θεραπευτικής σχέσης και το πώς ο θεραπευτικός χώρος μπορεί να μεταμορφωθεί σε μικρόκοσμο, που πιστά αναπαράγει τις διαντιδράσεις του εξωτερικού κόσμου. Ο θεραπευτής μπορεί να αναφερθεί και σε πρόσφατες έρευνες, που ενισχύουν τις θέσεις του, καθώς και να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η θεραπεία μπορεί να «δοκιμάσει», σε ορισμένες περιπτώσεις, τις αντοχές τόσο του θεραπευτή, όσο και του θεραπευομένου (Finlay, 2016).

Εν κατακλείδι, οι τυπικές διαδικασίες, όπως οι διαγνωστικές κατηγορίες και τα θεραπευτικά πλάνα παρέχουν μια ασφαλή βάση, αλλά αυτό που για την Finlay (2016) είναι απαραίτητο να γίνει, είναι να ανοίξουμε τον εαυτό μας στη σχεσιακή διαδικασία και τον αυθορμητισμό. Μείζον στόχος της σχεσιακής προσέγγισης, είναι αναπτυχθεί, ήδη από την πρώτη θεραπευτική συνάντηση, μια αίσθηση εμπιστοσύνης και ελπίδας, γιατί η μεν πρώτη συμβάλλει στη δημιουργία μιας σχέσης που βασίζεται στην ασφάλεια και την εμπιστοσύνη, η δε δεύτερη, είναι εκείνη που πείθει το άτομο να επιστρέψει σε επόμενες συναντήσεις και να επενδύσει μακροπρόθεσμα στην θεραπεία του.

Λήδα Παπακωνσταντίνου
Ψυχολόγος

Μοιράσου την σκέψη σου...

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *